Το επικίνδυνο φορτίο…

Του Κυριάκου Ταπακούδη – Συγγραφέα και παλιού ναυτικού

Οι πρωτόμπαρκοι   … Μέρος 2ο

Δείτε το Μέρος 1ο εδώ.

ΤΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΦΟΡΤΙΟ

Σκυφτός με προσοχή να μην παρασυρθώ από το δυνατό μποτσι, έτριβα τους λεπτούς δίσκους του ντελαβάλ με στουπί για να καθαρίσουν. Ο βρυχηθμός της μηχανής ντίζελ άλλαζε, μια δυνάμωνε και μια μούγγωνε, ανάλογα με το σκαμπανέβασμα του πλοίου καθώς τα κύματα σήκωναν την πρύμνη έξω από τα νερά και η προπέλα γύριζε χωρίς αντίσταση, και ύστερα τανα πάλαι στα βαθιά. Ο τρίτος σε έτοιμη κατάσταση standby είχε το νου του μετα μεγάλης προσοχής σε όποια διαταγή από τη γέφυρα, καθώς ήταν απαραίτητος ο κατάλληλος χειρισμός της μηχανής και η κατάλληλη ρότα στα θεόρατα κύματα και τα δυνατά ρεύματα που μπορούσαν να κρατήσουν το πλοίο να μην βουλιάξει. Ήταν μεγάλη η θαλασσοταραχή και η ετοιμότητα του πληρώματος στη γέφυρα και στη μηχανή επίσης το ίδιο. Κάθε λιγάκι ο πρώτος μηχανικός κατέβαινε στη μηχανή για να ενημερωθεί αν όλα πήγαιναν καλά. Ήταν πολλά χρόνια στα καράβια και πολύ έμπειρος, γι αυτό καταλαβαίνοντας πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η τρικυμία, με ανησυχια έβγαζε και αυτός βάρδια μαζί μας. Πηγαινοερχόταν πάνω κάτω τις σκάλες και η αγωνία του έσκιαζε το πρόσωπο. Τα κύματα ήταν μεγάλα περισσότερο από δώδεκα μέτρα και τα ρεύματα πολύ ισχυρά. Το πλοίο έγερνε επικίνδυνα και το φορτίο από ξυλεία που μεταφέραμε πολύ μεγαλύτερο από συνήθως. Αφού είχαν γεμίσει τα αμπάρια, πάνω από αυτά τοποθέτησαν μεγάλους σωρούς που έφταναν στο ύψους της τσιμινιέρας. Οι ναύτες τα έδεσαν σφικτά για να μην φύγουν στη θάλασσα αν μας έπιανε τρικυμία, αλλά με αυτό το επιπρόσθετο ύψος που προστέθηκε στο κατάστρωμα, το κέντρο βάρος του πλοίου άλλαξε, και πολύ ευκολότερα θα μπορούσε να βουλιάξει καθώς τα κύματα το έγερναν στο πλάι ίσα φιλώντας τη θάλασσα.

Ο καπετάνιος δυστηχώς ρισκάροντας την ασφάλεια του πλοίου, κατόπιν διαταγής της εφοπλιστικής ιδιοκτήτριας εταιρείας, υπερφόρτωσε το πλοίο με την ελπιδα πως δεν θα συναντούσαμε μεγάλη τρικυμία. Για περισσότερο κέρδος και παίζοντας σε ρουλέτα την ασφάλεια των ναυτικών, τοποθέτησαν παράνομα σε ύψους πολύ μεγαλύτερο φορτίο ώστε η εταιρεία να κερδίσει περισσότερα και ο καπετάνιος ίσως κάποιο μπόνους ή και περισσότερη εύνοια από τους εργοδότες του. Αναβρασμός και δυσαρέσκεια δημιουργήθηκε στο πλήρωμα με το υπέρβαρο και ψηλό φορτίο από της αρχής, αφού συχνά τρικύμιαζε η Μαύρη θάλασσα και εύκολα μπορούσε να μας βουλιάξει. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι, γιατι η πειθαρχία στα πλοία ήταν απόλυτη και οι διαταγές του καπετάνιου νόμος.

Αποπλεύσαμε από το λιμάνι της Οδησσού με τη θάλασσα ήσυχη και με ελπίδα πως ίδια θα παρέμενε ώστε νά μην κινδυνεύσουμε. Το δρομολόγιο ήταν μικρό, το πολύ σε πέντε μέρες θα φτάναμε στον προορισμό μας, στην Πρέβεζα της Ελλάδας.

Όμως οι Νηρηίδες της θάλασσας είχαν άλλα σχέδια. Ίσως βαριεστημένες από την απραξία και την υσηχια της θάλασσας, στα καλά καθούμενα άνοιξαν το στόμα τους φύσηξαν βοριάδες και τα κύματα δυσθεορατα ψήλωσαν ως τον ουρανό. Τα ρεύματα από τα βαθιά βγήκαν στην επιφάνεια και χέρι χέρι με τους αέρηδες και τα κύματα δημιούργησαν θαλασσοταραχή και άρπαξαν το πλοίο μας, το σήκωσαν πολύ ψηλά και αρχίνησαν ένα πάλιωμα μαζί του πεισματικό θέλωντας ίσως να το βουλιάξουν.

Είδαμε το χάρο τέσσερα, τον νιώσαμε πολύ κοντά μας καθώς βλέπαμε τη φουρτούνα να δυναμώνει και ώρα με την ώρα όλο να μεγαλώνει. Ο καπετάνιος μετά που πληροφορήθηκε από το Μαρκόνη ότι ο καιρός θα επιδεινωνόταν περισσότερο, κάλεσε σύσκεψη τους αξιωματικούς για να σκεφτούν πώς να τη γλυτώσουμε αφού καλά γνώριζαν την επικινδυνότητα του ψηλού φορτίου ένεκα του τρόπου που ήταν στοιβαγμένο. Ήταν Σουηδική ξυλεία απλωμένη σε όλο το κατάστρωμα σχηματίζοντας πυραμίδα ξεκινώντας από χαμηλά και στοιβαγμένη έως πολύ ψηλά. Η διέλευση από την πρύμνη στην πλώρη ήταν αδύνατη, και όποιος θα τολμούσε να περάσει πάνω από το φορτίο, σίγουρα θα παρασερνόταν από τα κύματα.

Κατέληξαν στο συμπέρασμα λοιπόν, πως δεν μπορούσαν να στείλουν τους ναύτες στο κατάστρωμα για να ξεδέσουν τα ξύλα ώστε να πέσουν στη θάλασσα απελευθερώνοντας το πλοίο από το επικίνδυνο φορτίο. Αποφάσισαν πως ήταν εντελώς αδύνατο, γιατι η θαλασσοταραχή ήταν μεγάλη και θα πνίγονταν. Αποφάσισαν πως μόνο με τύχη θα γλυτώναμε και κατάλληλους χειρισμούς στη πλεύση του πλοίου. Έλαβε διαταγή ο ασυρματιστής να στείλει μήνυμα πως το πλοίο κινδυνεύει, και εμείς σαν πλήρωμα λάβαμε διαταγή να είμαστε standby και τα σωσίβια έτοιμα.
Στη πολλή ώρα ο τρίτος με έστειλε πάνω στο ντεκ να φτιάξω καφέ. Μπορεί να κινδυνεύαμε, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε έρθει το τέλος. Εξ άλλου ένας δυνατός πικρός καφές θα μας τόνωνε τον οργανισμό, ίσως και το ηθικό.

Με ανοιχτά τα πόδια για να δίνω το βάρος του κορμιού μου στη μεριά που έγερνε το πλοίο και βαστώντας γερά από τα ρέλια της σκάλας και ύστερα του διαδρόμου, ξεκίνησα για το κουζινάκι. Βρήκα όλο το πλήρωμα ναύτες και μηχανικούς να κάθονται όλοι εκεί βουβοί και σκυθρωποί με ανήσυχο βλέμμα, αλλά όλοι έτοιμοι για ότι αν χρειαζόταν. Η βουβαμάρα ήταν βαριά, και το κλίμα πιο βαρύ.

Τα μπρίκια, τα φλιτζάνια και τα ποτήρια πεσμένα χάμω σπασμένα, δεν μπόρεσαν να αντέξουν στα ράφια όσο καλά στερεωμένα και αν ήταν. Τους ρώτησα αν υπάρχει κάποιο νεότερο, και ο λοστρόμος μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Βλέποντας πως δεν μπορούσα να φτιάξω καφέ, και μη θέλοντας να βλέπω τα φοβισμένα τους πρόσωπα, γύρισα να φύγω να πάω πίσω στη δουλειά μου στο μηχανοστάσιο.
Εκείνη την ώρα ένα μεγαλύτερο κύμα χτύπησε το πλοίο που έγειρε πολύ και μη μπορώντας εγώ να σταθώ στα πόδια μου, με φόρα και δύναμη με άρπαξε η βαρύτητα και με έριξε για καλή μου τύχη πάνω σε ένα συνάδελφο που καλά κρατιόταν καθισμένος στην καρέκλα του την καλά βιδωμένη στο πάτωμα. Ταυτόχρονα ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο ακούστηκε, και ένας δυνατός θόρυβος ακολούθησε όπως μετεωρίτες να έπεφταν και να χτυπούσαν τη σκεπή του πρυμναίου ντεκ που μέσα ήμασταν εμείς. Ο θόρυβος ήταν ανατριχιαστικός και υπόκωφος, προς στιγμή σκέφτηκα μήπως βουλιάζαμε, μήπως πέσαμε στις συμπληγάδες πέτρες και αυτές μας συνέθλιβαν, ή μήπως το φορτίο των ξύλων λύθηκε και μας κατέκλυζαν πέφτοντας στο νερό.
******
Ήμασταν στο ντεκ πάνω από το μηχανοστάσιο, στο κομοθέσιο του πληρώματος. Στα δεξιά και αριστερά ήταν οι καμπίνες, και στο κέντρο η κουζίνα και η τραπεζαρία με δυο διαδρομους δεξια και αριστερα. Έξω στην η πρύμη κάτω από τη χοντρή λαμαρίνα του καταστρώματος, ήταν το μικρό τιμονάκι που κρατούσε σταθερή την πορεία μας. Όποτε η θάλασσα ήταν τρικυμισμένη, ο συριχτός ήχος που δημιουργούσε στη πάλη του με τα ρεύματα και τα φουρτουνιασμένα κύματα για να κρατήσει τη πορεία σταθερή, ακουγόταν οξύς και διαπεραστικός. Ήταν η συμπίεση των λαδιών που με τη τεράστια δύναμη του μηχανισμού της υδραυλικής πίεσης, υπερνικούσε την αντίσταση της θάλασσας και κρατούσε σταθερή την πορεία.
Τα κομοθέσια, δηλαδή οι στεγασμένοι χώροι που διαμένουν τα πληρώματα, είναι κατασκευασμένα από χοντρή λαμαρίνα ώστε να αντέχουν στις υγρασίες και τα οξειδωματα της θαλασσινής αλμύρας. Στα μεγάλα πλοία αποτελούνται από τρεις ορόφους κάποτε και περισσότερους, το δικό μας πλοίο όμως ήταν μικρό και το δικό μας κομοθέσιο ήταν μόνο ένας όροφος. Ήταν ένα σφραγισμένο κουτί από χοντρούς μπουλμέδες με στρογγυλά φινιστρίνια από διπλό γυαλί και με σιδερένιες πόρτες που έκλειναν στεγανά, ώστε τις δύσκολες ώρες στις μεγάλες τρικυμίες μας προστάτευε από τη μανία της θάλασσας. Μέσα κλεισμένοι στις καμπίνες μας νιώθαμε το ταρακούνημα από τα κύματα που πολλές φορές μας έριχνε από τις κουκέτες μας, και ακούγαμε το θυμό της θάλασσας που σαν υποχθόνιος βρυχηθμός ήθελε να μας φοβερίσει. Εμείς όμως πίσω από τις χοντρές λαμαρίνες νιώθαμε ασφαλισμένοι, γιατι πλέον είχαμε συνηθίσει τους κινδύνους από τις μεγάλες θαλασσοταραχές καθώς προηγουμένως πολλές φορές τις είχαμε συναντήσει.

Αυτή τη φορά όμως τα τεράστια κύματα που έγερναν το πλοίο επικίνδυνα ζερβά και δεξιά κάνοντας τα νεύρα να τεντώνουν από αγωνία, σε μια στιγμή μας έγειραν τόσο πολύ ίσα με τη θάλασσα. Η ανάσα μας κόπηκε, το στομάχι μας δέθηκε κόμπος και ο πανικός μας κυρίευσε. Ήταν πολύ μεγάλη η κλίση που πήρε το πλοίο, σχεδόν έγειρε ενενήντα μοίρες. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση του, κανένας που δεν βασταζόταν από κάπου δεν μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του. Πως ήταν δυνατό να μπορέσει να ισιώσει το πλοίο; Αν είχαμε καιρό να το σκεφτούμε, σίγουρα θα λέγαμε πως όχι, δεν ήταν δυνατό.
Μα πριν κατανοήσουμε πως βουλιάζαμε, πως σίγουρα ήρθε το τέλος μας, ακούσαμε δυνατούς ήχους υπόκωφους από χτυπήματα και νιώσαμε το πλοίο να ισιώνει. Το μεγάλο ταρακούνημα ημέρεψε και έγινε ομαλότερο. Τα δυνατά χτυπήματα σταμάτησαν και έγινε ένα βουητό σιωπής. Ακούγονταν μόνο οι αέρηδες και τα κύματα του άγριου καιρού έξω που λυσσομανούσαν σε μια αρμονία οι δυνάμεις του ενωμένες χαλώντας την ηρεμία της φύσης και αναστατώνοντας την πλάση του Θεού.
Ήταν στιγμές απερίγραπτες που όμως δεν προλάβαμε να συνειδητοποιήσουμε φόβο, γιατι έγιναν όλα σε απειροελάχιστο χρόνο χωρίς η σκέψη μας να προφτάσει να ολοκληρώσει τον κύκλο της και να εμπεδώσει στις καρδιές μας τον τρόμο.
Όμως τι είχε συμβεί;

Ευτυχώς δεν πέσαμε στις συμπληγάδες πέτρες που κατά τη μυθολογία στεκουν σαν διαχωριστική πύλη ανάμεσα στη Μαύρη θάλασσα και τα στενά του Βοσπόρου χτυπώντας και κόβοντας στα δύο τα καράβια στο ανοιγόκλημα τους, ούτε κόπηκε το πλοίο στα δυο από τη μεγάλη θαλασσοταραχή, αλλά ούτε και μας έγειρε μέσα στα νερά το ψηλό και επικίνδυνο φορτίο που μεταφέραμε. Εκείνη τη μέρα οι Άγγελοι του ουρανού μας πρόσεχαν και μας φύλαγαν και δεν άφησαν τους διαβόλους του βυθού και τις κακές Νηριήδες να μας τραβήξουν και να μας πνίξουν.
Εκείνη τη μέρα ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης όλων εμάς των ναυτικών, μας γλύτωσε την τελευταία στιγμή. Είχαμε την εικόνα του κρεμασμένη στη γέφυρα και όπως εμείς, όλα τα Χριστιανικά πλεούμενα μικρά ή μεγάλα έχουν την εικόνα του για να τους προστατεύει.
Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές η χαμένη πίστη των ανθρώπων επανέρχεται στις καρδιές τους και από αρχής ξαναπιστευουν στο Θεό. Που όταν όλα τελειώνουν και παντελώς εκλείπει η ελπίδα, οι Άγιοι και οι Άγγελοι από θεία πρόνοια εφορμούν και αποτρέπουν ναυάγια, ή σώζουν αβοήθητους ναυτικούς που πνίγονται στα πελάγη.
Είχε συμβεί από χάρη Θεϊκή αυτό που θέλησε εξ αρχής ο καπετάνιος να κάμει, αλλά ένεκα της μεγάλης θαλασσοταραχής ήταν αδύνατο. Στην απόφαση του για τη σωτηρία του πλοίου να ξεδέσει το φορτίο και να ξαποληθεί στη θάλασσα, δεν κατέστη δυνατή η υλοποίηση της, γιατί όποιοι ναύτες το επιχειρούσαν, μόλις βγαίνοντας στο κατάστρωμα τα κύματα αμέσως θα τους έπαιρναν και θα τους έπνιγαν.
Από το δυνατό μπότσι λοιπόν, και το ψηλό φορτίο που έγειρε το πλοίο ίσα με την επιφάνεια της θάλασσας, τα δεσίματα έσπασαν, τα σχοινιά κόπηκαν και το φορτίο των ξύλων που υπερείχε πάνω από τα αμπάρια παρασύρθηκε στη θάλασσα πολλά εκ των οποίων πέφτοντας με δύναμη χτύπησαν στην οροφή του κομοθεσιου προκαλώντας τα υπόκωφα χτυπήματα που είχαμε ακούσει ταυτόχρονα τις ύστατες εκείνες στιγμές του μεγάλου κινδύνου που διατρέξαμε να βυθιστούμε.
Έτσι μ αυτό τον τρόπο σωθήκαμε, η ανακούφιση μας πλημμύρισε τις καρδιές, και μεμιάς όλοι πιστοί και άπιστοι, ευχαριστήσαμε και δοξάσαμε το θεό.

Διαβάστε ακόμα